- ἐκκάρπησις
- ἐκκάρπ-ησις, εως, ἡ,A growing to seed, ib.665.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκκάρπησις — ἐκκάρπησις, η (Α) η αύξηση τής φύτρας σε καρπό … Dictionary of Greek
ἐκκάρπησιν — ἐκκάρπησις growing to seed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)